Ήμασταν αρκετές μέρες κλεισμένα σε ένα παλιό εγκαταλελειμμένο σπίτι. Η μητέρα μας είχε φύγει μόλις άνοιξε η πόρτα και δεν ξαναγύρισε. Ο κακός κύριος άνοιξε την πόρτα και με φωνές μας έδιωξε όλους. Φοβηθήκαμε.. πάντα φοβόμασταν.. γεννηθήκαμε μέσα στον φόβο. Από μικρά θυμάμαι οι γύρω μας πετούσαν πετρες, ξύλα κι όλο φώναζαν σηκώνοντας τα χέρια ψηλά προκειμένου να μην τους πλησιάσουμε.. λες κι είχαμε ψώρα.. κι η αλήθεια είναι πως εγώ είχα, αλλά δεν βρέθηκε κανεις να με βοηθήσει να γιατρευτώ. Ο φοβος δε μου επέτρεπε να ξεχωρίζω την κακία από την καλοσύνη. Ούτε κι όταν άρχισε να μας πλησιάζει η κυρία που οι γύρω της την κοιτούσαν σαν εξωγήινη. Αυτή η κυρία έκλεισε και την πόρτα με μας μέσα και μας τάιζε ανελλιπώς.. αρχικά φοβήθηκα τόσο πολύ που κατουρήθηκα πάνω μου.. δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω, αλλά όποτε ερχόταν πιο κοντά μου τη δαγκωνα. Τα αδέλφια μου ήταν πιο ανοιχτά απέναντι της κι όταν την έβλεπαν με φαγητό ή όχι πήγαιναν κοντά της κάνοντας σαν τρελά από την χαρά τους. Όχι, δε. Θα με έπειθε τόσο εύκολα.. μέχρι τώρα όλα έδειχναν πως αυτοί δεν ήταν καλοί με μας.. ίσως μας μισούσαν, ίσως αηδιαζαν δεν ξέρω κι εγώ, αλλά το σίγουρο ήταν πως δε μας ήθελαν στα πόδια τους.
Οι μέρες περνούσαν.. δε μπορώ να πω με βεβαιότητα αν μου άρεσε ή όχι.. από τη μια αισθανόμουν ασφαλής.. κανείς δε με κυνηγούσε να με σκοτώσει και το κρύο πλέον ήταν υποφερτό.. η χοντρή κουβέρτα έκανε το θαύμα της. Τρώγαμε και πίναμε καλα, αλλά κάτι μου έλλειπε.. η μαμά μου φυσικά. Έβλεπα την κυρία να κρατάει μπροστά τον μεγάλο μου αδελφό και μας να μας βάζει στο άλλο δωμάτιο, αλλά δεν καταλάβαινα γιατί.. μέχρι που άκουσα τη μαμά μου να μπαίνει, να τον βλέπει και να φεύγει.. έκτοτε δεν την ξανανιωσα.. αναρωτήθηκα τι μπορεί να έγινε κι όταν μου εξήγησε ο αδελφός μου κατάλαβα.. η μαμά μου φοβόταν πιο πολύ κι από εμένα. Σκεφτόμουν ποσό κακός και σιχαμένος ήταν εκείνος ο κύριος που άνοιξε την πόρτα και μας έδιωξε.. γιατί να το κάνει αυτό.. μόλις είδαμε πως έφυγε γυρίσαμε στα κρυφά και περιμέναμε.. η πόρτα έκλεισε και πάλι χωρίς τη μαμά μας και χωρίς την καλή κυρία. Τι συνέβαινε??..
Πέρασαν κι αλλες μερες και η κυρία ήρθε μ άλλη μια κυρία που δεν είχαμε ξαναδεί.. τρόμαξαν τα αδέλφια μου όταν τα έπιασαν αλλά δεν είπαν κουβέντα.. όχι, εγώ δεν θα έπεφτα αμαχητί.. δυστυχώς όμως τα κατάφεραν και τότε συνέβη το παράδοξο.. όχι μόνο δε μου έκαναν κακό, αλλά με γέμισαν και χάδια. Αυτό ήθελαν λοιπόν να κάνουν τόσο καιρό και δεν καθόμουν??.. ξαφνικά ένιωσα δυο τσιμπήματα στην πλάτη, αλλά τα ζεστά χάδια άγγιζαν περισσότερο την καρδιά μου κι αφέθηκα.
Λίγες μέρες αργότερα η κυρία σταμάτησε να μας ταΐζει.. αρχισα και πάλι να φοβάμαι.. τι θα γινόμασταν?? Το κρυο χειροτέρευε συνεχώς και δεν ήθελα να μείνω εκεί έξω.. από την άλλη μου είχε λείψει και κάτι ακόμη εκτός από τη μητέρα μου.. ο ήλιος.. και πιο συγκεκριμένα το φως του.. εδώ που μένουμε άλλωστε δεν ξέρω άλλη ιδιότητα του..
συνεχίζεται..